- κυθνιακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κύθνο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Κυθνιακάτα αιματηρά γεγονότα που συνέβησαν στις αρχές Μαρτίου 1862 και κατά τα οποία στρατιωτικό σώμα πιστό στον Όθωνα συγκρούστηκε με αντιοθωνικούς επαναστάτες στην Κύθνο.
Dictionary of Greek. 2013.